-
1 δυνατως
1) с силой, ярко, красноречиво(εἰπεῖν καὴ μνημονικῶς καὴ δ. Aeschin.; ὅ λόγος δ. ῥηθείς Plut.)
2) возможноοὐ δ. ἔχει Her. — невозможно, нельзя
1 δυνατως
(εἰπεῖν καὴ μνημονικῶς καὴ δ. Aeschin.; ὅ λόγος δ. ῥηθείς Plut.)
οὐ δ. ἔχει Her. — невозможно, нельзя